Η ευλιγισία διαφέρει σημαντικά κατά την διάρκεια της ζωής.

Η ελαστικότητα είναι μεγάλη στα παιδιά αλλα μειώνεται με την ενηλικίωση λόγω των γρήγορων αλλαγών στην ανάπτυξη βασικά, τα οστά μεγαλώνουν γρηγορότερα από τους μαλακούς ιστούς. Νωρίς στην ενηλικίωση, οι μύες και οι τένοντες φτάνουν τα οστά, με αποτέλεσμα η ευλιγισία να κορυφώνεται στα 20 έτη.

Με την αύξηση της ηλικίας το εύρος τροχιάς τείνει να μειωθεί ξανά. Η μειωμένη ευλυγισία οφείλεται στην απώλεια ελαστικότητας της μυοτενόντιας μονάδας και των εγκάρσιων συνδέσμων και αρθρικών θυλάκων. Στο διάστημα της ζωής τους οι ενήλικες συνήθως χάνουν 7 με 10 εκατοστά κίνησης απο την ευλυγισία στην μέση και στα πόδια, όπως αυτή μετράται με την δοκιμασία διάταξης από καθιστή θέση (sit-and-reach).

Οι έρευνες επιβεβαιώνουν ότι η μείωση της ελαστικότητας είναι μικρότερη σε όσους διατηρούν τακτική φυσική δραστηριότητα.

Η χρήση σχεδιασμένων προγραμμάτων διάτασης επίσης βοηθά στην διατήρηση της ευλυγισίας με την πάροδο της ηλικίας.

Υπάρχουν διαφορές ευλιγισίας στα φύλα.. Τα κορίτσια τείνουν να είναι πιο ευλύγιστα από τα αγόρια, αλλά οι διαφορές στο φύλο μειώνονται στην ενηλικίωση. Η μεγαλύτερη ευλυγισία στις γυναίκες, γενικά αποδίδεται σε ανατομικές διαφορές (ευρύτερη πύελος) και ορμονικές επιδράσεις.

Γενετικοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν κάποια διατομική διασπορά στην ευλυγισία. Σε κάποιες οικογένειες, το φαινόμενο των χαλαρών αρθρώσεων περνά από γενιά σε γενιά. Αυτή η υπερκινητικότητα αναφέρεται πολλές φορές σαν χαλαρότητα της άρθρωσης. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι άνθρωποι με αυτό το χαρακτηριστικό είναι πιο επιρρεπείς σε εξαρθρώσεις. Δεν υπάρχουν αρκετά ευρήματα, αλλά μερικοί ειδικοί πιστεύουν ότι άτομα με υπερκινητικότητα στις αρθρώσεις μπορεί να έχουν μεγαλύτερη επιρρέπεια σε αθλητικούς τραυματισμούς ή τραυματισμούς από χορό, ιδιαίτερα στο γόνατο, την ποδοκνημική και τους ώμους, και είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν πρόωρη οστεοαρθρίτιδα.

Έλλειψη δραστηριότητας ή λάθος δραστηριότητα μπορεί να μειώσουν την ευλυγισία. Η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που συμβάλλουν στην φτωχή ευλυγισία. Όταν οι μύες κινούνται σε καθημερινές δραστηριότητες η σε ένα δοδημένο πρόγραμμα άσκησης,αυτοί.αλλά και και οι τένοντες διατείνονται. Χωρίς αυτό το περιοδικό ερέθισμα, η ευλυγισία να μειωθεί.

Η μη κατάλληλη άσκηση μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκές ανισσοροπίες που μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στην ευλυγισία. Το πιο συνηθισμένο παράδειγμα είναι όταν αθλητές σωματοδομής αναπτύσσουν υπέρμετρα τους δικεφάλους βραχιόνιους μύες συγκριτικά με τους τρικεφάλους. Αυτό οδηγεί σε μια εμφάνιση <<δεμένου>> μυ που χαρακτηρίζεται από περιορισμένο εύρος τροχιάς στην άρθρωση του αγκώνα. Για να αποφύγουμε κάτι τέτοιο, είναι σημαντικό οι μύες της να εργάζονται σε όλο το εύρος τροχιάς της άρθρωσης.